|
Ιστορία της γλώσσας
ΙΣΤΟΡΙΑ ΡΩΣΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Η Ρωσική γλώσσα είναι η γλώσσα του ρωσικού έθνους και ανήκει στις πιο διαδεδομένες γλώσσες. Βρίσκεται στη πέμπτη θέση στον κόσμο μετά από την Κινέζικη, την Αγγλική, την Ινδική και την Ισπανική. Είναι μία από τις επίσημες και ενεργές γλώσσες του ΟΗΕ. Ανήκει στην ανατολική ομάδα των Σλαβικών γλωσσών.
Οι ρίζες της ρωσικής γλώσσας χάνονται στα αρχαία χρόνια. Περίπου την 2η -1η χιλιετία π.Χ. από την ομάδα συγγενικών διαλέκτων της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας αποσπάται η πρωτοσλαβική γλώσσα (ονομαζόμενη αργότερα, στο επόμενο στάδιο - περίπου από τον 1ο–7ο αιώνα - προσλαβική). Στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα και στις αρχές της 1ης χιλιετίας οι Προσλαβικές φυλές καταλαμβάνουν μια τεράστια έκταση - από τον ποταμό Δνείπερο στην Ανατολή έως τις πηγές του ποταμού Βιστούλα στη Δύση, νοτίως από τον ποταμό Πρίπιατ προς τον Βορρά και τις περιοχές των δάσο-στεπών στο Νότο. Το πρώτο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ τα εδάφη των προσλάβων επεκτάθηκαν απότομα. Τον 6ο και τον 7ο αιώνα κύματα σλάβων μεταναστών φτάνουν και απλώνονται στο μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, καταλαμβάνοντας και εδάφη της σημερινής Ελλάδας, ακόμα και το νότιο τμήμα της – την Πελοπόννησο. Επομένως, αυτή την περίοδο οι Σλάβοι ήδη κατέχουν τα εδάφη από την Αδριατική θάλασσα στη Νότια-Δυτική πλευρά έως τις πηγές του ποταμού Δνείπερου και τη λίμνη Ιλμέν στα Βόρειο-Ανατολικά σύνορά. Αυτή την περίοδο η Προσλαβική εθνογλωσσική ενότητα διασπάται. Σχηματίζονται τρεις εθνικές συγγενικές ομάδες: η ανατολική (παλαιορωσική εθνότητα), η δυτική (βάσει της οποίας διαμορφώθηκαν οι εξής εθνότητες: Πολωνοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι, Λουζιτσάνοι, Πομόροι) και η νότια (οι αντιπρόσωποι της οποίας είναι οι Βούλγαροι, οι Σέρβο-Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Σλαβομακεδόνες).
Η ανατολικό-σλαβική (παλαιορωσική) γλώσσα υπήρξε από τον 7ο έως και τον 14ο αιώνα. Οι χαρακτηριστικές της ιδιότητες είναι: ο τύπος «πολνογκλάσιε» (φωνολογικός σχηματισμός λέξεων - ύπαρξη όλων των φωνηέντων στη λέξη) - [βορόνα, σόλοντ, μπεριοζα, ζελέζο], η προφορά των φθόγγων «ζ» και «τσ» στη θέση των προσλαβικών *dj,*tj, *kt [ χοζού, σβετσά, νοτς ], η αλλαγή των ρινικών φωνηέντων από *ο και *ε σε «ου», «για», κατάληξη σε μαλακό σύμφωνο (-τ) στα ρήματα του τρίτου προσώπου πληθυντικού αριθμού στον ενεστώτα και στο μέλλοντα, κατάληξη «-ια» στα ονόματα με μαλακή βάση σε «-α» στη γενική πτώση ενικού αριθμού [ζεμλιά]. Πολλές λέξεις που δεν υπάρχουν σε άλλες σλαβικές γλώσσες ([κουστ], [ράντουγκα], [γκρουζντ], [κόσκα], [ντεσοβιϊ], [σαπόγκ] κ.τ.λ.), καθώς επίσης και άλλες ρωσικές ιδιομορφίες. Στο τέλος του 9ου - αρχή του 10ου αιώνα έπειτα από πρόσκληση του Δούκα Ροστισλάβ, από τη Θεσσαλονίκη ήρθαν οι αδερφοί μοναχοί Κύριλλος και Μεθόδιος οι οποίοι δημιούργησαν το πρώτο Ρωσικό αλφάβητο και την Κυριλλική γραφή. Τον 10ο αιώνα η γραφή (κυριλλική) άνθισε ιδιαίτερα (π.χ. Το Ευαγγέλιο του Οστρομίρ, 11ος αιώνας «Ο Λόγος περί του Νόμου και της Χάριτος» του Μητροπολίτη του Κίεβου Ιλαρίωνα, 11ος αιώνας, «Παλαιό Ρωσικό Χρονικό» (ρωσ. Ποβεστ Βρεμενύχ Λετ) αρχές του 12ου αιώνα, «Το Έπος της εκστρατείας του Ιγκορ» -12ος αιώνας, Ρωσική αλήθεια 11ος -12ος αιώνας). Στην Κίεβσκαγια Ρωσία (9ος - αρχές 12ου αιώνα) η παλαιορωσική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο επικοινωνίας σε μερικές βαλτικές, φίνο-ουγγρικές, τούρκικες φυλές και εθνότητες και εν μέρει φυλές του Ιράν. Τον 14ο –16ο αιώνα η νότιο-δυτική παραλλαγή της λογοτεχνικής γλώσσας των Ανατολικών Σλάβων ήταν η κρατική κι η ορθόδοξη εκκλησιαστική γλώσσα στα Μεγάλα Πριγκιπάτα της Λιθουανίας και της Μολδαβίας. Ο φεουδαρχικός διαμελισμός υποβοηθούσε στη διαίρεση της γλώσσας σε διαλέκτους, η εισβολή τον Τατάρο-Μογγόλων (13ος -15ος αιώνας), οι επιδρομές των Πολωνό – Λιθουανικών φυλών ήταν οι αιτίες που τον 13ο -14ο αιώνα το παλαιορώσικο έθνος διασπάστηκε. Βαθμηδόν διασπάστηκε κι η ενότητα της ρωσικής γλώσσας. Σχηματίσθηκαν τρία κέντρα καινούριων εθνογλωσσικών ενοτήτων, που πάλευαν για να κρατήσουν τη σλαβική τους ανεξάρτητη προσωπικότητα: το βόρειο-ανατολικό (Μεγαλορώσοι), το νότιο (Ουκρανοί) και το δυτικό (Λευκορώσοι). Τον 14το – 15ο αιώνα με βάση αυτές τις ενότητες εμφανίζονται συγγενικές αλλά ανεξάρτητες ανατολικό-σλαβικές γλώσσες – ρωσική, ουκρανική, λευκορωσική.
Η ιστορία της ρωσικής γλώσσας στην εποχή της Μοσχοβίας (14ος -17ος αιώνας) είναι αρκετά πολύπλοκη. Οι γλωσσικές ιδιομορφίες των διαλέκτων εξελίσσονται μέσα στο χρόνο. Την περίοδο αυτή ξεχωρίζουν δυο βασικές ζώνες διαλέκτων – η βόρειο-μεγαλορωσική (περίπου βόρεια από τη γραμμή Πσκοβ–Τβερ-Μόσχα, και νότια του Νίζνι Νόβγκοροντ) και η νότιο-μεγαλορωσική (νότια της προαναφερόμενης γραμμής αυτής και μέχρι τις περιοχές της Λευκορωσίας και Ουκρανίας), που και αυτές υποδιαιρούνται σε διάφορες άλλες διαλέκτους και γλωσσικά ιδιώματα. Εμφανίστηκαν και ενδιάμεσες μεσο-μεγαλορωσικές ιδιωματικές προφορές, μεταξύ των οποίων το πρώτο ρόλο έπαιζε η Μοσχοβίτικη προφορά. Αρχικά αυτή η προφορά ήταν ανάμικτη, μετά όμως σχηματίζεται μια σωστή δομή της. Η Μοσχοβίτικη προφορά χαρακτηρίζεται από τις εξής ιδιότητες: το «άκανιε»- συχνή χρήση του φωνήεντος «α» αντί συνήθως του «ο», φανερά ασθενημένα φωνήεντα σε άτονες συλλαβές, το ηχηρό σύμφωνο «γ», οι καταλήξεις σε «-οβο, -εβο» στη γενική πτώση ενικού αριθμού στις προσωπικές αντωνυμίες του αρσενικού και ουδέτερου γένους, η σκληρή κατάληξη «-τ» στα ρήματα του 3ου προσώπου στον ενεστώτα και στον μέλλοντα, οι μορφές, των προσωπικών αντωνυμιών «μενιά»–εμένα, «τεμπιά»-εσένα, «σεμπιά»–το εαυτό μου (και μια σειρά άλλων φαινόμενων).
Με τον καιρό η Μοσχοβίτικη προφορά γίνεται υποδειγματική και αποτελεί τη βάση της ρωσικής εθνικής λογοτεχνικής γλώσσας. Αυτήν την εποχή αλλάζει η ζωντανή ομιλία, γίνεται η οριστική αναδιάταξη στις κατηγορίες των χρόνων (οι παλιοί χρόνοι του παρελθόντος – ο αόριστος, ο παρατατικός, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος αντικαθίστανται σε ενοποιημένη μορφή με κατάληξη σε «λ»), χάνεται ο δυικός αριθμός, η κλίση των ουσιαστικών με έξι πτώσεις αντικαθίσταται σε σύγχρονους τύπους κλίσεως κτλ.
Η γλώσσα της γραφής παραμένει να είναι πολύχρωμη. Η γλώσσα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η γλώσσα, στην οποία είχαν γραφτεί τα πρώτα επιστημονικά συγγράμματα ήταν βασικά η γραπτή σλαβική γλώσσα σε λογοτεχνική μορφή που προέρχεται από την παλαιό-βουλγαρική γλώσσα με την φανερή επίδραση της ρωσικής, και ήταν απομακρυσμένη από τη γλώσσα του λαού. Αντιθέτως η επίσημη κρατική γλώσσα (που ονομάζεται ενεργή) είχε στη βάση τη γλώσσα του λαού, δηλαδή μεταξύ τους υπήρχαν διαφορές. Τα γραπτά λογοτεχνικά κείμενα τότε είχαν πολύ μεγάλη ποικιλία σε γλωσσικά μέσα. Από τα παλιά χρόνια σημαντικό ρόλο έπαιζε η προφορική γλώσσα της λαογραφίας, που την χρησιμοποιούσαν όλα τα λαϊκά στρώματα έως και τον 16ο -17ο αιώνα. Αυτό αποδεικνύουν και τα παλιά ρωσικά κείμενα (π.χ. ο θρύλος (Σκαζάνιγιε ο Κισελε) του Μπέλγκοροντ, η εκδίκηση της Όλγας και άλλα στο ««Παλαιό Ρωσικό Χρονικό», λαογραφικά μοτίβα στο «Έπος της εκστρατείας του Ίγκορ», η λαμπρή φρασεολογία στις «Προσευχές» του Δανιήλ Ζατότσνικ κτλ), καθώς επίσης τα αρχαϊκά στρώματα των σύγχρονων παραλλαγών, παραμυθιών, τραγουδιών και άλλων λαογραφικών προφορικών δημιουργιών. Από το 17ο αιώνα αρχίζει η πρώτη εγγραφή των λαογραφικών έργων και η γραπτή αποτύπωση της λαογραφίας, για παράδειγμα: τα τραγούδια που γράφτηκαν το 1619-20 για τον Άγγλο Ρίτσαρντ Τζέιμς, τα λυρικά τραγούδια του Κβασίν -Σαμάριν, «Διήγημα για τη Δυστυχία» και άλλα. Η πολυπλοκότητα της γλωσσικής κατάστασης δεν επέτρεπε να δημιουργηθούν ενιαίοι και σταθεροί κανόνες. Δεν υπήρχε ενιαία ρωσική λογοτεχνική γλώσσα.
Τον 17ο αιώνα αρχίζουν και δημιουργούνται οι εθνικές σχέσεις, θεμελιώνονται οι βάσεις του ρωσικού έθνους. Το 1708 έγινε ο χωρισμός του αλφάβητου σε δημοτικό και ορθόδοξο-σλαβικό. Τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα αναπτύσσεται η κοσμική γραφή, τα εκκλησιαστικά κείμενα σταδιακά περνούν σε δεύτερο πλάνο. Με πολύ γρήγορο ρυθμό αναπτύσσεται η επιστημονική, τεχνική, πολεμική, ναυτική, διοικητική ορολογία, ταυτόχρονα στη ρωσική γλώσσα μπαίνουν πολλές λέξεις και εκφράσεις από δυτικό-ευρωπαϊκές γλώσσες. Την μεγαλύτερη επιρροή στο ρωσικό λεξικό και τη φρασεολογία το 2-ο μισό του 18ου αιώνα είχε η Γαλλική γλώσσα. Η σύγκρουση μεταξύ ετερογενών γλωσσών και η ανάγκη να υπάρχει μια κοινή λογοτεχνική γλώσσα έδειξαν ότι η δημιουργία ενιαίων εθνικών γλωσσικών κανόνων είναι απαραίτητη. Στην δημιουργία των κανόνων αυτών υπήρχε πολύ σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων γλωσσικών ρευμάτων. Εάν τα δημοκρατικά στρώματα της κοινωνίας προσπαθούσαν κάπως να προσεγγίσουν τη φιλολογική γραπτή γλώσσα με τη γλώσσα του λαού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, αντιθέτως, προσπαθούσε να διατηρήσει την καθαρότητα της αρχαϊκής παλαιόσλαβικής γλώσσας (που ήταν δυσκολονόητη για τα περισσότερα λαϊκά στρώματα). Παράλληλα στα υψηλά κοινωνικά στρώματα αναπτύσσεται το πάθος για τις ξενόγλωσσες λέξεις, που απειλούσε την καθαρότητα της Ρωσικής γλώσσας.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε η γλωσσική θεωρία και η πρακτική του Μ. Β. Λομονόσοφ, δημιουργού της πρώτης πλήρους γραμματικής της ρωσικής γλώσσας, ο οποίος πρότεινε να κατανεμηθούν τα διάφορα γλωσσικά μέσα ανάλογα με τον προορισμό των λογοτεχνικών έργων σε υψηλό, μεσαίο και χαμηλό στιλ (τεχνοτροπίες) – «στήλες».
Ο Μ.Β.Λομονόσοφ, Β.Κ.Τρεντιακόφσκι, Δ.Η. Φονβίζιν, Γ.Ρ.Ντερζάβιν, Α.Ν.Ραντιστεβ, Ν.Μ.Καραμζιν και άλλοι Ρώσοι συγγραφείς προετοίμασαν το έδαφος για τη μεγάλη αναδιάρθρωση της ρωσικής γλώσσας που έγινε από τον Α.Σ. Πούσκιν.
Η δημιουργική λογοτεχνική ιδιοφυΐα του Πούσκιν τον βοήθησε να συνθέσει ένα ενιαίο σύστημα, αποτελούμενο από διαφορετικά στοιχεία του λόγου – τη ρωσική λαϊκή, τη εκκλησιαστική-σλαβική και τη δυτικό-ευρωπαϊκή (ενώ το θεμέλιο για τη συνένωση αυτή ήταν η ρωσική γλώσσα, ειδικά η μοσχοβίτικη της παραλλαγή). Από τον Πούσκιν αρχίζει η σύγχρονη λογοτεχνική ρωσική γλώσσα, δημιουργούνται διάφορες γλωσσικές τεχνοτροπίες (λογοτεχνική, επιστημονική, δημοσιογραφική), συνδεδεμένες μεταξύ τους, καθορίζονται ενιαίοι (παν-ρωσικοί) φωνητικοί, γραμματικοί και λεξικοί κανόνες υποχρεωτικοί για όλους όσους χρησιμοποιούν τη λογοτεχνική γλώσσα, ταυτόχρονα αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται και το λεξιλόγιο. Στην δημιουργία και την ανάπτυξη της ρωσικής λογοτεχνικής γλώσσας μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι συγγραφείς του 19-20ου αιώνα (Α.Γρυμπογέντοφ, Μ.Λέρμοντοφ, Ν. Γκογκολ, Ι. Τουργκένιεφ, Φ. Ντοστογιέφσκι, Λ. Τολστόι, Μ. Γκορκι, Α. Τσέχοφ και άλλοι). Στο 2-ο μισό του 20ου αιώνα η σύγχρονη λογοτεχνική ρωσική γλώσσα και η δημιουργία των διάφορων λειτουργικών στιλ – δημοσιογραφικού, επιστημονικού - επηρεάζεται από τα διάφορα υψηλά κοινωνικά και πολιτιστικά πρόσωπα - πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες. Η ρωσική γλώσσα σημαντικά επηρεάστηκε και από τη Ρωσική Οκτωβριανή Επανάσταση και την προσπάθεια να εγκαθιδρύσει το σοσιαλιστικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ, έγινε η μεταρρύθμιση του αλφάβητου, ανανέωση και εμπλουτισμός του λεξιλογικού συστατικού της γλώσσας, μερική αλλά όχι πολύ μεγάλη αλλαγή στην γραμματική, γίνανε και κάποιες αλλαγές στα στιλιστικά γλωσσικά φαινόμενα, εμπλουτίστηκαν τα στιλιστικά μέσα της γλώσσας.
Η εξέλιξη των φωνητικών, γραμματικών και λεξιλογικών κανόνων στη σύγχρονη λογοτεχνική γλώσσα είναι εξαρτημένη από τα δυο αλληλοσυνδεδεμένα ρεύματα – την καθιερωμένη παράδοση που θεωρείται κανόνας, και την συχνή μεταβαλλόμενη διαμόρφωση του λόγου από τον φορέα της γλώσσας. Καθιερωμένη παράδοση – είναι τα λογοτεχνικά μέσα, που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου, του ραδιόφωνου, της τηλεόρασης και άλλων μέσων μαζικής επικοινωνίας. Για παράδειγμα, η υποδειγματική «μοσχοβίτικη προφορά», που θεωρείται παν-ρωσική, δημιουργήθηκε στο τέλος του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα στο Καλλιτεχνικό και στο Μικρό θέατρα της Μόσχας. Η προφορά αυτή με τον καιρό διαμορφώνεται, όμως οι βάσεις της θεωρούνται ακόμα ακλόνητες.
Στη σύγχρονη Ρωσική γλώσσα παρατηρείται γρήγορη ανάπτυξη της ειδικής ορολογίας, που προκαλείται πρώτα από τις ανάγκες της τεχνικής και επιστημονικής επανάστασης. Εάν το 18ο αιώνα η ορολογία της ρωσικής γλώσσας δανειζόταν από την Γερμανική γλώσσα, το 19ο – από την Γαλλική, στη μέση του 20ου αιώνα δανείζεται κυρίως από την Αγγλική γλώσσα (στην αμερικάνικη μορφή). Μιλώντας για της αλλαγές αυτές, και ειδικά για το τρίτο κύμα, θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στην εποχή μας το φαινόμενο δυστυχώς απέκτησε μεγάλη έκταση. Βέβαια, η ειδική ορολογία είναι η βασική πηγή για τη λεξιλογική σύσταση της ρωσικής λογοτεχνικής γλώσσας, αλλά χρειάζονται και κάποιοι λογικοί περιορισμοί στην χρήση ξένων λέξεων.
Η ρωσική γλώσσα παίζει μεγάλο ρόλο σαν γλώσσα διεθνής επικοινωνίας μεταξύ των λαών της Ρωσίας, από τη μέση του 20ου αιώνα μεγαλώνει και το ενδιαφέρον για την εκμάθηση της σε όλο το κόσμο. Από το 1967 οργανώθηκε ο Διεθνής σύνδεσμος καθηγητών της ρωσικής γλώσσας και λογοτεχνίας, το 1974 – το Ινστιτούτο της Ρωσικής Γλώσσας του Α.Πούσκιν, εκδίδεται ειδικό περιοδικό «Η ρωσική γλώσσα στο εξωτερικό». Έχοντας υπ’ όψιν τις πολιτικές αλλαγές στον κόσμο μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το μεγάλο κύμα μετανάστευσης των λαών από διάφορες δημοκρατίες, που ομιλούν ρωσικά, μπρος τη Δύση, καταλαβαίνουμε ότι συναντάμε το σοβαρό πρόβλημα στην προσπάθεια να κρατήσουμε τη ρωσική γλώσσα σαν μέσο επικοινωνίας των μεταναστών μεταξύ τους. Για αυτό το λόγο πολύ μεγάλη σημασία για την προπαγάνδα της ρωσικής γλώσσας και του ρωσικού πολιτισμού δίνεται στην οργάνωση και υποστήριξη πολιτιστικών γλωσσικών κέντρων από τις τοπικές κυβερνήσεις των χωρών με πολλούς Ρώσους - μετανάστες.
.
|
|